- ἀπειρεσίου
- ἀπειρέσιοςboundlessmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
EUPHRATES — I. EUPHRATES Mesopotamiae fluv. celeberrimus, et maximus. Magnitudinem eius innuit Callimach. Hymn. 2. Α῀ςςυρίου ποταμοῖο μέγας ῥόος. Itemque Dionys. Φαίνετ᾿ ἀπειρεσίου ποταυμοῦ ῥόος Ε᾿υφρήταο. Maior siquidem est Tigride, sicut resert Strab. l. 2 … Hofmann J. Lexicon universale
ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… … Dictionary of Greek